Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όζος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όζος ο [ózos] Ο18 : (λόγ.) ρόζος.

[λόγ. < αρχ. ὄζος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες