Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οδαλίσκη η [oδalíski] Ο30α : γενικός χαρακτηρισμός για τις γυναίκες του χαρεμιού. || (ιστ.) ευνοούμενη και ερωμένη του σουλτάνου ή Οθωμανών αξιωματούχων.

[λόγ. < γαλλ. odalisque (ορθογρ. δαν.) < τουρκ. odalιk κατά το επίθημα -isque = -ίσκος, -ίσκη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες