Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωχραίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωχραίνω [oxréno] Ρ7.2α : α. αποκτώ υποκίτρινο (ωχρό) χρώμα. β. δίνω σε κτ. υποκίτρινο (ωχρό) χρώμα.

[λόγ. < ελνστ. ὠχραίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες