Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψείρα η [psíra] Ο25 : 1.κοινή ονομασία άπτερων εντόμων που εγκαθίστα νται και ζουν παρασιτικά στο δέρμα του ανθρώπου και των ζώων: Ψείρες του κεφαλιού / του σώματος / του εφηβαίου. Ψείρες των ορνιθομόρφων. ΦΡ ~ με ουρά*. ΠAΡ Έκαψα την κάπα* μου να μη με τρώνε οι ψείρες. Aλί που το ΄χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες, για υπερβολικά άτυ χο άνθρωπο. || παράσιτο έντομο των φυτών. 2. (προφ., μειωτ.) α. για γράμματα πολύ μικρά και γι΄ αυτό δυσανάγνωστα: Mη μου πεις ότι διαβάζονται αυτές οι ψείρες! β. ανούσιες και ασήμαντες λεπτομέρειες: Aσχολείται με ψείρες. γ. ως χαρακτηρισμός προσώπου υπερβολικά σχολαστικού.
[μσν. ψείρα < φθείρα με επίδρ. της λ. ψύλλα, ψύλλος < ελνστ. φθείρ ἡ (αρχ. φθείρ ὁ), αιτ. φθεῖρα (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψείρας ο [psíras] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : (προφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο που από υπερβολική σχολαστικότητα δίνει σημασία σε ανούσιες λεπτομέρειες. || (σπανιότ., ως θετικός χαρακτηρισμός) σχολαστι κός, λεπτολόγος, προσεκτικός: Είναι πολύ ~ στη δουλειά του.
[ψείρ(α) -ας]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψειριάζω [psirjázo] Ρ2.1α μππ. ψειριασμένος : γεμίζει το σώμα μου από ψείρες: Bρόμικοι και ψειριασμένοι στρατιώτες, που μόλις είχαν γυρίσει από το μέτωπο.
[ελνστ. φθειρι(ῶ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. φθειριασ- και τροπή [fθ > ps] κατά το φθείρα > ψείρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψειριάρης -α -ικο [psirjáris] Ε9 : που έχει ψείρες, που είναι γεμάτος ψείρες· ψειριασμένος: Ένας γέρος ζητιάνος, κουρελής και ~. Ψειριάρικο παιδί. || (προφ., μειωτ.) βρόμικος και δυσειδής, δύσμορφος. || (ως ουσ.): Mην του δίνεις σημασία του ψειριάρη!
[ψείρ(α) -ιάρης (πρβ. ελνστ. φθειράριος)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψειριάρικος -η -ο [psirjárikos] Ε5 : που ταιριάζει στον ψειριάρη.
[ψειριάρ(ης) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψείριασμα το [psírjazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ψειριάζω· εγκατάστα ση και ανάπτυξη ψειρών στο σώμα· φθειρίαση.
[ψειριασ- (ψειριάζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψειρίζω [psirízo] -ομαι στη σημ. 1 Ρ2.1 : 1.καθαρίζω κπ. ή κτ. από ψείρες, ψάχνοντας και καταστρέφοντάς τες μία μία· ξεψειρίζω, ξεψειριάζω: ~ το κεφάλι μου. || (παθ.) καθαρίζω το σώμα μου από ψείρες. 2. (μτφ.) εξετάζω κτ. ως τις πιο μικρές και ασήμαντες λεπτομέρειές του, με υπερβολική σχολαστικότητα και επιμονή: Tι τα θες και τα ψειρίζεις τα πράγματα; πάρε μιαν απόφαση να τελειώνουμε. 3. (λαϊκ.) κλέβω, συνήθ. για κτ. που το θύμα της κλοπής το φοράει ή το έχει επάνω του: Xαμπάρι δεν πήρα πότε μου ψείρισαν το ρολόι!
[ελνστ. φθειρίζω (αρχ. φθειρίζομαι) και τροπή [fθ > ps] κατά το φθείρα > ψείρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψείρισμα το [psírizma] Ο49 : η ενέργεια του ψειρίζω. 1. καθαρισμός από ψείρες· ξεψείρισμα. 2. (μτφ.) σχολαστική και επίμονη εξέταση ασήμαντων λεπτομερειών. 3. (λαϊκ.) κλοπή, συνήθ. αντικειμένου που το φοράμε ή το έχουμε επάνω μας.
[ψειρισ- (ψειρίζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψειρού η [psirú] Ο37 : (λαϊκ.) η φυλακή· στενή, φρέσκο.
[ψείρ(α) -ού]