Παράλληλη αναζήτηση
82 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψεγάδι το [pseγáδi] Ο44 : (προφ., λαϊκότρ.) ατέλεια ή έλλειψη για την οποία μπορεί να επικριθεί κάποιος ή κτ.· (πρβ. ελάττωμα, μειονέκτημα): Δεν της βρίσκω ~. Πράγμα δουλεμένο από έμπειρο τεχνίτη, χωρίς κανένα ~.
[μσν. ψεγάδι < *ψεγάδιον < ψέγ(ος < ψέγ(ω) -ος) -άδιον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψεγαδιάζω [pseγaδjázo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) βρίσκω ή αποδίδω σε κπ. ή σε κτ. ψεγάδι, επικρίνω για ατέλεια ή έλλειψη.
[μσν. ψεγαδιάζω < ψεγάδ(ι) -ιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψεγάδιασμα το [pseγáδjazma] Ο49 : (προφ., λαϊκότρ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ψεγαδιάζω.
[ψεγαδιασ- (ψεγαδιάζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψέγω [pséγo] -ομαι Ρ3 : επικρίνω, κατακρίνω, μέμφομαι κπ.: Άδικα με ψέγεις.
[λόγ. < αρχ. ψέγω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψείρα η [psíra] Ο25 : 1.κοινή ονομασία άπτερων εντόμων που εγκαθίστα νται και ζουν παρασιτικά στο δέρμα του ανθρώπου και των ζώων: Ψείρες του κεφαλιού / του σώματος / του εφηβαίου. Ψείρες των ορνιθομόρφων. ΦΡ ~ με ουρά*. ΠAΡ Έκαψα την κάπα* μου να μη με τρώνε οι ψείρες. Aλί που το ΄χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες, για υπερβολικά άτυ χο άνθρωπο. || παράσιτο έντομο των φυτών. 2. (προφ., μειωτ.) α. για γράμματα πολύ μικρά και γι΄ αυτό δυσανάγνωστα: Mη μου πεις ότι διαβάζονται αυτές οι ψείρες! β. ανούσιες και ασήμαντες λεπτομέρειες: Aσχολείται με ψείρες. γ. ως χαρακτηρισμός προσώπου υπερβολικά σχολαστικού.
[μσν. ψείρα < φθείρα με επίδρ. της λ. ψύλλα, ψύλλος < ελνστ. φθείρ ἡ (αρχ. φθείρ ὁ), αιτ. φθεῖρα (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψείρας ο [psíras] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : (προφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο που από υπερβολική σχολαστικότητα δίνει σημασία σε ανούσιες λεπτομέρειες. || (σπανιότ., ως θετικός χαρακτηρισμός) σχολαστι κός, λεπτολόγος, προσεκτικός: Είναι πολύ ~ στη δουλειά του.
[ψείρ(α) -ας]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψειριάζω [psirjázo] Ρ2.1α μππ. ψειριασμένος : γεμίζει το σώμα μου από ψείρες: Bρόμικοι και ψειριασμένοι στρατιώτες, που μόλις είχαν γυρίσει από το μέτωπο.
[ελνστ. φθειρι(ῶ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. φθειριασ- και τροπή [fθ > ps] κατά το φθείρα > ψείρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψειριάρης -α -ικο [psirjáris] Ε9 : που έχει ψείρες, που είναι γεμάτος ψείρες· ψειριασμένος: Ένας γέρος ζητιάνος, κουρελής και ~. Ψειριάρικο παιδί. || (προφ., μειωτ.) βρόμικος και δυσειδής, δύσμορφος. || (ως ουσ.): Mην του δίνεις σημασία του ψειριάρη!
[ψείρ(α) -ιάρης (πρβ. ελνστ. φθειράριος)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψειριάρικος -η -ο [psirjárikos] Ε5 : που ταιριάζει στον ψειριάρη.
[ψειριάρ(ης) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψείριασμα το [psírjazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ψειριάζω· εγκατάστα ση και ανάπτυξη ψειρών στο σώμα· φθειρίαση.
[ψειριασ- (ψειριάζω) -μα]