Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψαύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαύω [psávo] -ομαι Ρ5.1 : (λόγ.) ψηλαφώ.

[λόγ. < αρχ. ψαύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες