Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χύδην
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χύδην [xíδin] επίρρ. : μόνο στη λόγια έκφραση ο ~ λαός / όχλος, μειωτικά για τον αμόρφωτο λαό.

[λόγ. < αρχ. χύδην `χυμένος ανάκατα΄ κατά τη σημ. του χυδαίος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες