Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χόες
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χοές οι [xoés] Ο29 : στην αρχαία Ελλάδα, οι σπονδές στο νεκρό ή στον τάφο του νεκρού, από μέλι, κρασί και νερό.

[λόγ. < αρχ. αἱ χο(αί) μεταπλ. -ές, πληθ. του για προσαρμ. στη δημοτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες