Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χοροδιδάσκαλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χοροδιδάσκαλος ο [xoroδiδáskalos] Ο19 : (παρωχ.) αυτός που διδάσκει χορό.

[λόγ. < αρχ. χοροδιδάσκαλος `που εξασκεί το χορό του δράματος΄ σημδ. γαλλ. maître-à-danser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες