Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χιάς
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιαστί [xiastí] επίρρ. : σε σχήμα X, σταυρωτά: Στο στήθος του κρέμονται ~ τα φυσίγγια.

[λόγ. < ελνστ. χιαστί]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιαστός -ή -ό [xiastós] Ε1 : που έχει σχήμα X. || (γραμμ.) χιαστό σχήμα και ως ουσ. το χιαστό, σχήμα λόγου κατά το οποίο δύο όροι ή φράσεις εκφέρονται με αντίστροφη σειρά, π.χ. «Όταν σε βλέπω χαίρομαι, λυπούμαι όταν σε χάσω».

[λόγ. < ελνστ. χιαστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες