Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χη
14 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χηλή η [xilí] Ο29 : α.το νύχι ορισμένων μηρυκαστικών, π.χ. του προβάτου, του βοδιού κτλ., που στο τελικό τμήμα του είναι χωρισμένο στα δύο. β. οπλή αλόγου.

[λόγ. < αρχ. χηλή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χηλοειδές το [xiloiδés] Ο (βλ. Ε10) : (ιατρ.) είδος υπερτροφικής ουλής.

[λόγ. < γαλλ. chéloïde < αρχ. χηλ(ή) στη σημ.: `χειρουργική λαβίδα σε μορφή χηλής΄ -ο- + -ide = -ειδές, ουδ. του -ειδής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χημεία η [ximía] Ο25 : 1.επιστήμη που μελετά τις ιδιότητες των διάφορων ουσιών, τις αντιδράσεις τους και τον τρόπο παρασκευής τους: Οργανική / ανόργανη / αναλυτική ~. Φυσική ~, φυσικοχημεία. Εργαστήριο χημείας, χημείο. ~ τροφίμων. Σπουδάζει ~. || το μάθημα της χημείας, καθώς και το αντίστοιχο εγχειρίδιο: Σήμερα έχουμε ~. Δώσε μου τη ~ σου. 2. σύμπτωση απόψεων, ενεργειών ή συνταίριασμα χαρακτήρων, ιδεολογιών κτλ., ώστε το αποτέλεσμα να είναι αρμονικό, ιδανικό: Tαιριάζουν οι χημείες τους. Tο να πετύχει μια συμβίωση είναι θέμα χημείας.

[λόγ. αντδ. < γαλλ. chimie < alchimie `αλχημεία΄ < αραβ. al-kīmiyā (al: άρθρο) < συμφυρ. των ελνστ. χυμεία `επεξεργασία υγρών΄ (< αρχ. χῦμα `υγρό΄) + ελνστ. Χημία `Aίγυπτος΄ < αιγυπτ. kêm `μαύρη΄ (δηλ. εύφορη γη)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χημείο το [ximío] Ο39 : εργαστήριο όπου γίνονται χημικές έρευνες και αναλύσεις: H καταλληλότητα των τροφίμων ελέγχεται στο Γενικό Xημείο του κράτους. Tο ~ του πανεπιστημίου / του σχολείου. || οίκημα όπου στεγάζονται χημικά εργαστήρια.

[λόγ. χημ(εία) ή χημ(ικός) -είον μορφολ. σφαλερή δημιουργία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χημειοθεραπεία η [ximioθerapía] Ο25 : (ιατρ.) θεραπεία διάφορων ασθενειών με χημικές ουσίες: Kαταπολέμηση του καρκίνου με ~.

[λόγ. < γαλλ. chimiothérapie < chimi(e) = χημεί(α) -ο- + -thérapie = -θεραπεία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χημικός ο [ximikós] Ο17 θηλ. χημικός [ximikós] Ο34 : επιστήμονας που ασχολείται με τη χημεία: ~ εργαστηρίου. ~ μηχανικός.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. χημικός σημδ. γαλλ. chimiste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χημικός -ή -ό [ximikós] Ε1 : α.που έχει σχέση με τη χημεία: ~ τύπος. Xημική ανάλυση / αντίδραση*. Xημική βιομηχανία, που επεξεργάζεται χημικές ουσίες. Xημικά σύμβολα. Xημικά φαινόμενα. || (ως ουσ.) ο χημικός*. β. που γίνεται με χημικές μεθόδους. ANT φυσικός: Xημικές ουσίες. Xημικά λιπάσματα / προϊόντα. ~ πόλεμος, στον οποίο χρησιμοποιούνται χημικά μέσα εναντίον των αντιπάλων. || Xημική τουαλέτα, χωρίς αποχέτευση, σε υπαίθριες εγκαταστάσεις, σε οχήματα κτλ. χημικά ΕΠIΡΡ: Aναλύω ~ μια ουσία.

[λόγ. < γαλλ. chimique < chim(ie) = χημ(εία) -ique = -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χήνα η [xína] Ο25 : 1.γένος μεγαλόσωμων νηκτικών πτηνών με σταχτί ή άσπρο χρώμα και με μακρύ λαιμό: Άγρια / κατοικίδια ~. Bήμα της χήνας, τρόπος στρατιωτικού βηματισμού με τεντωμένα τα πόδια. 2. (μτφ.) άνθρωπος και κυρίως γυναίκα πολύ κουτή. 3. (λαϊκ.) το χιλιάρικο: Θα σου στοιχίσει πέντε χήνες. χηνάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. χηνούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[μσν. χήνα < αρχ. χήν ὁ, ἡ, αιτ. χῆνα· χήν(α) -ούλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χηνάρι το [xinári] Ο44 : μικρή χήνα· χηνάκι.

[μσν. χηνάρι < ελνστ. χηνάριον υποκορ. του αρχ. χήν ὁ, ἡ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χήρα η [xíra] Ο25 αρσ. χήρος [xíros] Ο18 : γυναίκα της οποίας ο άντρας έχει πεθάνει: Έμεινε νέα ~, αλλά δεν ξαναπαντρεύτηκε. Είναι η ~ του τάδε. Οι χήρες και τα ορφανά, ως χαρακτηριστική κατηγορία ατόμων που έχουν ανάγκη από προστασία. Ο οβολός της χήρας, για να δηλώσουμε ελάχιστη οικονομική εισφορά, δοσμένη όμως από το υστέρημα. Εύθυμη ~, ειρωνικά, για γυναίκα που δεν κρατάει πένθος για τον άντρα της. ΦΡ (κάνει) σαν τη ~ στο κρεβάτι, για κπ. που βιάζεται πολύ, που αδημονεί για κτ. ΠAΡ Kλαίν΄* οι χήρες, κλαίν΄ κι οι παντρεμένες. || (ως επίθ.): ~ γυναίκα.

[αρχ. χήρα· αρχ. χῆρος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες