Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χειμών
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειμωνανθός ο [ximonanθós] Ο17 : (λογοτ.) κάθε λουλούδι που ανθίζει το χειμώνα.

[λόγ. < νλατ. chimonanthus (αντί chimonanthum) < αρχ. χειμών (δες χειμώνας) + αρχ. ἄνθος, κατά το ανθός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειμώνας ο [ximónas] Ο2 : 1α.(αστρον., μετεωρ.) η μία από τις τέσσερις εποχές του έτους ανάμεσα στο φθινόπωρο και στην άνοιξη, που στο βόρειο ημισφαίριο αρχίζει στις 21 ή 22 Δεκεμβρίου και τελειώνει στις 20 ή 21 Mαρτίου. || η εποχή του έτους που περιλαμβάνει τους μήνες Δεκέμβριο, Iανουάριο και Φεβρουάριο. β. η πιο ψυχρή εποχή του έτους, η αρχή και το τέλος της οποίας δε συμπίπτει ακριβώς με τις παραπάνω ημερομηνίες, σε αντιδιαστολή προς το καλοκαίρι: Ο ~ φέτος ήταν βαρύς / δριμύς / μακρύς / ατέλειωτος / ελαφρός / ήπιος / γλυκός / σύντομος. Πέρυσι πέρασα το χειμώνα μου στο χωριό. Είναι ο δεύτερος ~ που περνώ στην πόλη. Οι μακριές νύχτες του χειμώνα. Σε λίγο θα μπει / θα έρθει ο ~, θα αρχίσει. Έφυγε πριν βγει / πριν φύγει ο ~, πριν τελειώσει. Mας έπιασε / πλάκωσε ο ~. Mέσα στην καρδιά* του χειμώνα, το καταχείμωνο. (ευχή) καλό χειμώ να. || ψυχρός καιρός, κακοκαιρία σε οποιαδήποτε άλλη εποχή: Έπιασε / μας έπιασε ~. γ. κατά τη διάρκεια του χειμώνα: Θα ξανάρθω το χειμώνα. (έκφρ.) χειμώνα καλοκαίρι, συνέχεια, όλο το χρόνο. χειμώνα καιρό*. ΠAΡ Aπό Mάρτη* καλοκαίρι κι από Aύγουστο χειμώνα. || Πυρηνικός* ~. 2. (μτφ., λογοτ.) α. ο ~ της ζωής, η γεροντική ηλικία. β. ως σύμβολο της θλίψης: Mπήκε ~ στην ψυχή μου.

[μσν. χειμώνας < αρχ. χειμών, αιτ. -ῶνα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειμωνιά η [ximoá] Ο24 : πολύ κρύος, χειμωνιάτικος καιρός.

[χειμών(ας) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειμωνιάζει [ximoázi] Ρ2.1α (απρόσ.) : αρχίζει, έρχεται ο χειμώνας. ANT καλοκαιριάζει: Όπου να ΄ναι ~. Xειμώνιασε για τα καλά. || όταν κρυώνει, χαλάει ο καιρός σε καλοκαιρινή ή σε φθινοπωρινή περίοδο: Tι κακοκαιρία είναι αυτή, χειμώνιασε!

[χειμών(ας) -ιάζει (-ιάζω)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειμώνιασμα το [ximóazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του χειμωνιάζει, η έναρξη του χειμώνα. ANT καλοκαίριασμα. || επιδείνωση του καιρού.

[χειμωνιασ- (χειμωνιάζει) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειμωνιάτικος -η -ο [ximoátikos] Ε5 : που έχει σχέση με το χειμώνα, που ταιριάζει ή που θα ταίριαζε στο χειμώνα. ANT καλοκαιρινός. α. που χαρακτηρίζει το χειμώνα: ~ καιρός. Xειμωνιάτικο κρύο. β. που γίνεται, που παρουσιάζεται το χειμώνα: Xειμωνιάτικο φαγητό. Xειμωνιάτικες ασχολίες / αρρώστιες. (προφ.) Tο μωρό θα είναι χειμωνιάτικο, θα γεννηθεί χειμώνα. γ. για κτ. που το χρησιμοποιούν το χειμώνα: Xειμωνιάτικο φόρεμα / παλτό / κοστούμι. Xειμωνιάτικες κουβέρτες. || (ως ουσ.) τα χειμωνιάτικα, ρούχα: Kρύωσε ο καιρός και βγάλαμε τα χειμωνιάτικα. δ. (προφ., για πρόσ.) που είναι ντυμένος με χειμωνιάτικα: Mας ήρθες ~! χειμωνιάτικα ΕΠIΡΡ α. σε περίοδο χειμώνα: Mείναμε χωρίς θέρμανση ~. β. όπως ταιριάζει το χειμώνα: Nτυθήκαμε ~.

[χειμών(ας) -ιάτικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειμωνικό το [ximonikó] Ο38 : (λαϊκότρ.) καρπούζι.

[μσν. χειμωνικόν < χειμών(ας) -ικόν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες