Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χειμέριος -α -ο [ximérios] Ε6 θηλ. και χειμερία : (επιστ.) που παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια του χειμώνα: ~ ύπνος, κατάσταση ληθάργου σε μερικά θηλαστικά από έλλειψη τροφής. Xειμερία νάρκη, κατάσταση ληθάργου στα ποικιλόθερμα ζώα εξαιτίας της χαμηλής θερμοκρασίας του περιβάλλοντος. Xειμέριο κύμα, νομικός όρος που χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί το ύψος του κύματος κατά τη χειμερινή περίοδο.
[λόγ. < αρχ. χειμέριος `χειμωνιάτικος΄]