Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαμαί
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαμαι- [xame] & χαμαί- [xamé], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & χαμ- [xam], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [e] : το λόγιο επίρρ. χαμαί ως α' συνθετικό σε σύνθετες, κυρίως λόγιες ή επιστημονικές λέξεις, με τη σημασία κάτω, προς τα κάτω: χαμερπής· ~κλινής, ~φυής. || δίνει το λόγιο τύπο λέξεων οι οποίες στον προφορικό λόγο αποδίδονται με το α' συνθετικό χαμο-: ~κέρασο, χαμαίκλαδο, χαμαίμηλο.

[λόγ. < αρχ. χαμ(αι)- < επίρρ. χαμαί (> χάμω) ως α' συνθ.: αρχ. χαμαι-κοίτης `που κοιμάται στο έδαφος΄, χαμαί-ζηλος `χαμηλό φυτό΄, ελνστ. σημ.: `χυδαίος΄, ελνστ. χαμαί-μηλον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαμαιλέοντας ο [xameléondas] Ο5 : 1.είδος μικρής σαύρας που έχει λεπτή και μακριά γλώσσα για να πιάνει την τροφή της, μακριά, κυλινδρική ουρά και την ικανότητα να αλλάζει το χρώμα της, που συνήθ. είναι γκριζοπράσινο, ανάλογα με το περιβάλλον. 2. (μτφ.) άνθρωπος άστατος, που αλλάζει πεποιθήσεις ανάλογα με τις περιστάσεις, για να εξυπηρετεί το συμφέρον του.

[λόγ. < αρχ. χαμαιλέων, αιτ. -οντα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαμαιλεοντίζω [xameleondízo] Ρ2.1α : συμπεριφέρομαι ως χαμαιλέοντας2.

[λόγ. χαμαιλεοντ- (δες χαμαιλέοντας) -ίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαμαιτυπείο το [xametipío] Ο39 : (λόγ.) πορνείο και με επέκταση, κακόφημο κέντρο.

[λόγ. < ελνστ. χαμαιτυπεῖον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες