Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαλκουργός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαλκουργός ο [xalkurγós] Ο17 : (λόγ.) τεχνίτης που κατεργάζεται το χαλκό· χαλκιάς.

[λόγ. < ελνστ. χαλκουργός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες