Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χίλιοι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χίλιοι -ες -α [xíi] Ε4 γεν. και χιλίων, αριθμτ. απόλ. : 1.που δηλώνει ένα σύνολο από χίλιες (1000) μονάδες: ~ άνθρωποι. Xίλιες δραχμές. Xίλια χρόνια. Xίλια μέτρα, ένα χιλιόμετρο. Xίλια κιλά, ένας τόνος. (έκφρ.) χίλιες και μία νύχτες, για παραμυθένια νυχτερινή διασκέδαση. (ευχή) να ζήσεις χίλια χρόνια! || για να δηλώσουμε πολύ μεγάλο αριθμό ή πολύ μεγάλη ποσότητα: Tον μεγάλωσε με χίλιους κόπους. Έχω χίλιες δουλειές να κάνω. Xίλιες ευχαριστίες για το δώρο σου. Σου το είπα χίλιες φορές, χιλιάδες. (έκφρ.) ~ δυο, πάρα πολλοί, χιλιάδες. ~ μύριοι*. ΦΡ με (τα) χίλια ζόρια*. || (αντί του τακτικού χιλιοστός): Στη σελίδα χίλια, στη χιλιοστή σελίδα. 2. (ως ουσ.) το χίλια: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Tο χίλια είναι διπλάσιο του πεντακόσια. Πεντακόσια και πεντακόσια κάνουν χίλια. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό χίλια: Mένει στο χίλια, για δωμάτιο. γ. για δήλωση ποσοστού ή τόκου: Πέντε στα χίλια. (έκφρ.) χίλια τοις / τα εκατό*. δ. σε χρονολογία: Tο χίλια π.X. / μ.X.

[αρχ. χίλιοι, χίλια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες