Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χάλκωμα το [xálkoma] Ο49 : σκεύος από χαλκό· μπακίρι. || (πληθ.) το σύνολο των μαγειρικών σκευών: Γανώνω / γυαλίζω τα χαλκώματα.
[αρχ. χάλκωμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαλκωματάδικο το [xalkomatáδiko] Ο41 : εργαστήριο χαλκωματά.
[χαλκωματ(άς) -άδικο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαλκωματάς ο [xalkomatás] Ο1 : τεχνίτης που κατασκευάζει ή διορθώνει χάλκινα μαγειρικά σκεύη.
[μσν. χαλκωματάς < χαλκωματ- (χάλκωμα) -άς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαλκωματένιος -α -ο [xalkomaténos] Ε4 : (κυρ. για μαγειρικά σκεύη) που τον έχουν κατασκευάσει από χαλκό.
[χαλκωματ- (χάλκωμα) -ένιος]