Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυγάδευση η [fiγáδefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φυγαδεύω: H φυγάδευση του δραπέτη / του καταζητούμενου στο εξωτερικό.
[λόγ. φυγαδεύ(ω) -σις > -ση (πρβ. μσν. φυγάδευσις `εξορία΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυγαδεύω [fiγaδévo] -ομαι Ρ5.1 : α. διευκολύνω κπ. να διαφύγει, να δραπετεύσει (συχνά στο εξωτερικό): Kατάφεραν να φυγαδεύσουν τους δράστες της ληστείας στο εξωτερικό. β. στέλνω, μεταφέρω κτ. κρυφά, παράνομα από έναν τόπο σε άλλον, σε μακρινή απόσταση ή στο εξωτερικό: Aρχαία αντικείμενα κλάπηκαν και φυγαδεύτηκαν στο εξωτερικό.
[λόγ. < αρχ. φυγαδεύω `εξορίζω΄ κατά τη σημ. της λ. φυγάς]