Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φόβητρο το [fóvitro] Ο41 : οτιδήποτε προκαλεί ή χρησιμοποιείται για να προκαλέσει φόβο: Οι φυλακές και τα βασανιστήρια χρησιμοποιήθηκαν ως / αποτέλεσαν το ~ κατά των αντιπάλων του καθεστώτος.
[λόγ. < αρχ. φόβητρον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φοβητσιάρης -α -ικο [fovitsxáris] Ε9 : που φοβάται, που δειλιάζει εύκολα: Φοβητσιάρα γυναίκα. Φοβητσιάρικο παιδί. || (ως ουσ.): Mην του δίνεις σημασία, του φοβητσιάρη!
[μσν. φοβητσιάρης < αρχ. φοβητ(ικός) `δειλός΄ -ιάρης με ισχυροπ. της άρθρ. [t > ts] πριν από το ημίφ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φοβητσιάρικος -η -ο [fovitsxárikos] Ε5 : που αναφέρεται στο φοβητσιάρη, που σχετίζεται με αυτόν.
[φοβητσιάρ(ης) -ικος]