Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυλάσσω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυλάσσω [filáso] -ομαι Ρ2.2 : (λόγ.) φυλάω: Στο θησαυροφυλάκιο της μονής φυλάσσονται πολύτιμα κειμήλια. Φυλασσόμενες διαβάσεις τρένων.

[λόγ. < αρχ. φυλάσσω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες