Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φροντίς
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φροντιστηριακός -ή -ό [frondistiriakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε φροντιστήριο: Φροντιστηριακά μαθήματα. φροντιστηριακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. φροντιστήρι(ον) -ακός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φροντιστήριο το [frondistírio] Ο42 : I1. ιδιωτική σχολή που λειτουργεί για την προπαρασκευή μαθητών ή φοιτητών ή για τη διδασκαλία ξένων γλωσσών: ~ Nομικής / Φιλολογίας / Aγγλικών / Γερμανικών. 2. τα προπαρασκευαστικά μαθήματα που γίνονται στο φροντιστήριο: Πέρασα στο πανεπιστήμιο χωρίς (να κάνω) ~. Έκανε ~ στην έκθεση / στα μαθηματικά. 3. ειδικό πανεπιστημιακό μάθημα με περιεχόμενο την εφαρμογή και τον έλεγχο των διδαγμένων: ~ παλαιογραφίας / ψυχολογίας. II. αποθήκη ή γραφείο φροντιστή (κυρ. θεάτρου).

[λόγ.: I: αρχ. φροντιστήριον `χώρος διαλογισμού΄, ελνστ. σημ.: `χώρος διαλέξεων΄ & σημδ. αγγλ. tutorial· ΙΙ: φροντισ(τής)1 -τήριον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φροντιστής ο [frondistís] Ο7 : αυτός που φροντίζει, που διαχειρίζεται κτ. 1α. υπάλληλος που ασχολείται με τη φύλαξη και με τη διαχείριση των (κινητών) πραγμάτων και σκευών κυρίως του θεάτρου. β. (στρατ.) ειδικότητα αξιωματικού ή υπαξιωματικού που ασχολείται με τη διαχείριση του στρατιωτικού υλικού: ~ πεζικού / τεθωρακισμένων. 2. διευθυντής, ιδιοκτήτης ή καθηγητής φροντιστηρίουI1.

[λόγ.: 1: ελνστ. φροντιστής `διαχειριστής οίκου΄, αρχ. σημ.: `βαθυστόχαστος΄· 2: κατά τη σημ. της λ. φροντιστήριοΙ1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες