Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φθόγγος ο [fθóŋgos] Ο18 : 1. ο έναρθρος ήχος που παράγεται από τα φωνητικά όργανα του ανθρώπου και που, σε συνδυασμό με άλλους, σχηματίζει τις λέξεις· (πρβ. φώνημα). 2. (μουσ.) ήχος που παράγεται από την ανθρώπινη φωνή ή από μουσικό όργανο, μουσικός ήχος· νότα: Οι μουσικοί φθόγγοι είναι εφτά.
[λόγ. < αρχ. φθόγγος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φθογγόσημο το [fθoŋgósimo] Ο42 : γραπτό σύμβολο που παριστάνει ένα μουσικό φθόγγο· νότα.
[λόγ. φθόγγ(ος)2 -ο- + -σημον απόδ. ιταλ. nota & γαλλ. note (< λατ. nota `σημάδι΄)]