Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φθειρίαση η [fθiríasi] Ο33 : (ιατρ.) το σύνολο των δερματικών παθήσεων που προκαλούνται από τις ψείρες.
[λόγ. < ελνστ. φθειρία(σις) -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φθειροκτόνος -α / -ος -ο [fθiroktónos] Ε14 : που σκοτώνει, που εξολοθρεύει τις ψείρες: Φθειροκτόνες ουσίες. Φθειροκτόνα φάρμακα. || (ως ουσ.) το φθειροκτόνο, το φάρμακο που εξολοθρεύει τις ψείρες.
[λόγ. < αρχ. φθειρ- (δες ψείρα) -ο- + -κτόνος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φθείρω [fθíro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. έφθειρα, απαρέμφ. φθείρει, παθ. αόρ. φθάρθηκα και φθάρηκα, απαρέμφ. φθαρθεί και φθαρεί, μππ. φθαρμένος : καταστρέφω κτ. ή κπ. σιγά σιγά, σταδιακά, βαθμιαία. 1α. προξενώ υλική βλάβη, ζημιά: Tο κάπνισμα / το ποτό / το ξενύχτι / οι καταχρήσεις φθείρουν την υγεία. β. προξενώ διάβρωση, τρώω: H σκουριά / τα άλατα φθείρουν τα μέταλλα. 2. (για πρόσ.) χάνω σιγά σιγά το κύρος, τη φήμη, τη θετική γνώμη, μειώνομαι: H εξουσία φθείρει. H κυβέρνηση φθάρηκε από λαθεμένες ενέργειες / από τη μακροχρόνια παραμονή της στην εξουσία. 3. (μτφ.) προξενώ ηθική, πνευματική βλάβη: Οι κακές συναναστροφές φθείρουν τα (χρηστά) ήθη. 4α. κάνω κτ. να παλιώσει, να λιώσει, να τριφτεί, να χαλάσει εξαιτίας μακροχρόνιας, συνεχούς ή κακής χρήσης: Φθάρθηκαν τα ρούχα / τα χαλιά / τα πουκάμισα. Φθαρμένες σόλες παπουτσιών. Mην κυκλοφορείτε με φθαρμένα ελαστικά, είναι επικίνδυνο. β. χάνω το κύρος, τη σημασία, τη δύναμή μου: Έχουν φθαρεί πια οι λέξεις / οι έννοιες / οι θεσμοί. Φθαρμένες αξίες και ιδανικά.
[λόγ. < αρχ. φθείρω]