Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φατικός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φατικός -ή -ό [fatikós] Ε1 : (γλωσσ.) 1. που δηλώνει κατάφαση· βεβαιωτικός, καταφατικός: Φατικό μόριο. 2. Φατική λειτουργία της γλώσσας, η λειτουργία της γλώσσας που σκοπεύει στη δημιουργία επαφής μεταξύ των ομιλητών και όχι στη μετάδοση μηνύματος, π.χ.: «Tι κάνεις; - Kαλά, ευχαριστώ».

[λόγ.: 1: ελνστ. φατικός `μόνο με τα λόγια, όχι ειλικρινά΄ κατά τη σημ. του καταφατικός· 2: αγγλ. phatic < αρχ. φατ(ός) `που μπορεί να ειπωθεί΄ (θ. συγγ. του φημί `λέω΄) -ic = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες