Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φάλαινα η [fálena] Ο27 : 1. θαλάσσιο κήτος, θηλαστικό, πολύ μεγάλων διαστάσεων: H ~ είναι το μεγαλύτερο θηλαστικό που εμφανίστηκε ποτέ στη γη. Aπαγορεύτηκε το κυνήγι της φάλαινας. 2. (μτφ.) γυναίκα υπερβολι κά παχιά και δυσκίνητη.
[λόγ. < αρχ. φάλλαινα (ελνστ. γραφή: φάλαινα)]