Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπόκειμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπόκειμαι [ipókime] Ρ (μόνο στον ενεστ.) μπε. υποκείμενος : (λόγ.) βρίσκομαι κάτω από ένα καθεστώς ελέγχου, κριτικής κτλ.: Tο κατάστημα υπόκειται σε αγορανομικό έλεγχο. Εισοδήματα υποκείμενα σε φορολογία. || είμαι εκτεθειμένος σε κτ. κακό: Kάθε άνθρωπος υπόκειται σε ατυχήματα.

[λόγ. < αρχ. ὑπόκειμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες