Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπεροχή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπεροχή η [iperoxí] Ο29 : η ιδιότητα εκείνου που υπερέχει, που είναι συγκριτικά ανώτερος ή καλύτερος: Σ΄ όλη τη διάρκεια του αγώνα η ομάδα μας είχε / διατήρησε την ~. Έχει ένα συναίσθημα υπεροχής απέναντι στους συναδέλφους του. H ~ των ελληνικών καπνών είναι αναγνωρισμένη διεθνώς.

[λόγ. < αρχ. ὑπεροχή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες