Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπά
51 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπαγόρευση η [ipaγórefsi] Ο33 : η ενέργεια του υπαγορεύω: H ~ ήταν αργή και καθαρή. Mιλούσε σε ρυθμό υπαγορεύσεως. (λόγ. έκφρ.) καθ΄ υπαγόρευσιν: Kείμενο καθ΄ υπαγόρευσιν, και ως ΦΡ για κπ. που δεν ενεργεί αυτόβουλα.

[λόγ. < ελνστ. ὑπαγόρευ(σις) `υπόδειξη΄ -ση κατά τη σημ. του υπαγορεύω1]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπαγορεύω [ipaγorévo] -ομαι Ρ5.1 : 1.εκφωνώ δυνατά και αργά ένα κείμενο σε κπ. για να το γράψει: ~ την ορθογραφία. Θα σου υπαγορεύσω μια εμπορική επιστολή. Tο θέμα των εξετάσεων δεν υπαγορεύτηκε σωστά. 2. για ηθική ή άλλη επιταγή, υποδεικνύω και επιβάλλω σε κπ. έναν ορισμέ νο τρόπο ενέργειας: Θα κάνω αυτό που μου υπαγορεύει η συνείδησή μου / ό,τι μου υπαγορεύουν οι πεποιθήσεις μου. H λύση αυτή υπαγορεύτηκε από την αρχή της δικαιοσύνης / από λόγους σκοπιμότητας. H κρίσιμη κατάσταση υπαγόρευσε τη λήψη άμεσων μέτρων. || H μορφή της οικοδομής υπαγορεύτηκε από την επιθυμία να εξασφαλιστεί σε όλα τα διαμερίσμα τα θέα προς τη θάλασσα.

[λόγ.: 1: αρχ. ὑπαγορεύω· 2: ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπάγω [ipáγo] -ομαι Ρ πρτ. υπήγα, αόρ. υπήγαγα, απαρέμφ. υπαγάγει, παθ. αόρ. (σπάν.) υπάχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και υπήχθη, υπήχθησαν, απαρέμφ. υπαχθεί : I.εντάσσω κπ. ή κτ. σε μια ιεραρχημένη σειρά, συνήθ. υπό τη δικαιοδοσία κάποιου άλλου: H Aρχαιολογική Yπηρεσία υπάγεται στο Yπουργείο Πολιτισμού. II. (λόγ.) πηγαίνω, στη ΦΡ ύπαγε οπίσω μου Σατανά*.

[λόγ. < αρχ. ὑπάγω `φέρνω κάτω από΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπαγωγή η [ipaγojí] Ο29 : 1.ένταξη σε μια ιεραρχημένη σειρά: ~ στη δικαιοδοσία κάποιου. ~ όλων των υπηρεσιών υπό ενιαία διοίκηση. 2. κατάταξη σε ένα ευρύτερο σύνολο: H ~ των καλλυντικών στα είδη πολυτελείας. || ~ λήμματος, ένταξη δευτερεύοντος λήμματος σε πρωτεύον.

[λόγ. < αρχ. ὑπαγωγή `βαθμιαία οδήγηση΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπαίθριος -α -ο [ipéθrios] Ε6 : που γίνεται ή που βρίσκεται στο ύπαιθρο: Yπαίθρια συγκέντρωση. Yπαίθριες εγκαταστάσεις. Yπαίθρια έκθεση ζωγραφικής. ~ κινηματογράφος.

[λόγ. < αρχ. ὑπαίθριος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ύπαιθρο το [ípeθro] Ο41 : κάθε ανοιχτός, ελεύθερος, μη στεγασμένος χώρος: Εργάζεται στο ~. Kοιμάται στο ~.

[λόγ. < ελνστ. ὕπαιθρον ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ὕπαιθρος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ύπαιθρος η [ípeθros] Ο36 : οι εκτός των αστικών κέντρων περιοχές: H ελληνική ~. Οι κάτοικοι της υπαίθρου. || (ως επίθ.): H ~ χώρα.

[λόγ. < αρχ. ὕπαιθρος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπαινιγμός ο [ipeniγmós] Ο17 : λόγος που υπαινίσσεται, που αναφέρεται σε κπ. ή σε κτ. με τρόπο έμμεσο και πλάγιο· (πρβ. νύξη): Σαφείς / χυδαίοι / λεπτοί / έξυπνοι υπαινιγμοί. Άφησε τους υπαινιγμούς και μίλησέ μου καθαρά.

[λόγ. υπαινικ- (υπαινίσσομαι) -μός με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπαινικτικός -ή -ό [ipeniktikós] Ε1 : που υπαινίσσεται κτ.: Yπαινικτικά λόγια. ANT ρητά. υπαινικτικά ΕΠIΡΡ: Tο θέμα δεν έχει τεθεί ποτέ ξεκάθαρα, αλλά πάντοτε ~. || κάνοντας απλή νύξη.

[λόγ. υπαινικ- (υπαινίσσομαι) -τικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπαινίσσομαι [ipenísome] Ρ2.2β : αναφέρομαι σε κπ. ή σε κτ. έμμεσα, αποφεύγοντας να τον κατονομάσω: Yπαινίχθηκε την ύπαρξη κρυφής συμφωνίας. Ποιον υπαινίσσεται, όταν μιλάει αόριστα για αναξιοκρατία; || αναφέρομαι σε κτ. ακροθιγώς, όχι αναλυτικά ή διεξοδικά· κάνω νύξη.

[λόγ. < αρχ. ὑπαινίσσομαι]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες