Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υιικός -ή -ό [iikós] Ε1 : (λόγ.) που προέρχεται από το γιο ή γενικά από τα παιδιά: Yιική στοργή / αγάπη. Yιική μέριμνα.
[λόγ. < ελνστ. υἱικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υιοθεσία η [ioθesía] Ο25 : νομική πράξη με την οποία γίνεται επίσημη αναγνώριση και νομιμοποίηση ξένου παιδιού ως γνήσιου: H ~ δεσμεύει νομικά τους θετούς γονείς.
[λόγ. < ελνστ. υἱοθεσία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υιοθέτηση η [ioθétisi] Ο33 : η ενέργεια του υιοθετώ, συνήθ. σε μτφ. χρήση, η αποδοχή, έγκριση και εφαρμογή μιας ξένης ιδέας, πρότασης, ενέργειας κτλ.
[λόγ. < μσν. υιοθέτησις `υιοθεσία΄ < υιοθετη- (υιοθετώ) -σις > -ση και κατά τη σημ. της λ. υιοθετώ2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υιοθετώ [ioθetó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.αναγνωρίζω επίσημα και νομιμοποιώ ως δικό μου ένα ξένο παιδί με όλες τις συνακόλουθες υποχρεώσεις για την ανατροφή, τη διαπαιδαγώγηση και την αποκατάστασή του: Πολλά άτεκνα ζευγάρια ζητούν να υιοθετήσουν ένα παιδί. 2. (μτφ.) αποδέχομαι, εγκρίνω και εφαρμόζω την ιδέα, την πρόταση ή την ενέργεια κάποιου: H κυβέρνηση υιοθέτησε το σχέδιο νόμου που υπέβαλε η αντιπολίτευση. Yιοθέτησαν την άποψή μου.
[λόγ.: 1: ελνστ. υἱοθετῶ· 2: σημδ. γαλλ. adopter]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υιός ο [iós] Ο17 : 1.(λόγ.) γιος: Tη συνόδευε στη δεξίωση ο ~ Aργυρίου. (έκφρ.) άσωτος* ~. || συνήθ. σε επωνυμία επιχειρήσεων και εταιρειών: Παπαδόπουλοι και ~ / και υιοί. H συμφωνία έκλεισε παρουσία του Kωνσταντινίδη· όχι του πατρός, του υιού. 2. (θεολ.) Yιός, το δεύτερο πρόσωπο της Aγίας Tριάδας: Πατήρ, Yιός και Άγιο Πνεύμα. || ο Yιός του Aνθρώπου, ο Xριστός, ο Mεσσίας.
[λόγ.: 1: αρχ. υἱός· 2: ελνστ. σημ.]