Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υδαρής -ής -ές [iδarís] Ε10 : που βρίσκεται σε υγρή ή σχεδόν υγρή κατάσταση: ~ ουσία. Yδαρές διάλυμα. Yδαρές φάρμακο. Yδαρή κόπρανα.
[λόγ. < αρχ. ὑδαρής]