Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υγιαίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υγιαίνω [ijiéno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) είμαι καλά στην υγεία μου: Yγιαίνετε, σε πρόποση.

[λόγ. < αρχ. ὑγιαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες