Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υβριστής ο [ivristís] Ο7 : 1. αυτός που βρίζει, που εκτοξεύει βρισιές εναντίον κάποιου: ~ του πρωθυπουργού. Δε θα απαντήσω στους υβριστές μου. 2. στην αρχαία γραμματεία, άνθρωπος περήφανος, αυθάδης και αλαζόνας, ο οποίος, νιώθοντας μεγάλη δύναμη μέσα του, ξεπερνάει τα όρια της ανθρώπινης φύσης.
[λόγ.: 2: αρχ. ὑβριστής· 1: κατά τη σημ. της λ. ύβρις1]