Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τύφη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τύφη η [tífi] Ο30 : (βοτ.) το φυτό ψάθα.

[λόγ. < ελνστ. τύφη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες