Παράλληλη αναζήτηση
108 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυγχάνω [tiŋxáno] Ρ αόρ. έτυχα, απαρέμφ. τύχει : (λόγ.) τυχαίνω1β. || (απρόσ.) συμβαίνει: Tυγχάνει να είναι γνωστός μου. (απαρχ.) ΦΡ εική* και ως έτυχε.
[λόγ. < αρχ. τυγχάνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυλιγάδι το [tiliγáδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) ξύλινο όργανο όπου οι υφάντριες τυλίγουν το νήμα σε κουβάρια, καθώς αυτό ξετυλίγεται από το αδράχτι.
[μσν. τυλιγάδιον < τυλίγ(ω) -άδιον > -άδι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυλιγαδιάζω [tiliγaδjázo] -εται Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) τυλίγω το νήμα σε τυλιγάδι.
[τυλιγάδ(ι) -ιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τύλιγμα το [tíliγma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τυλίγω: Tο ~ του νήματος. Tο ~ με την κουβέρτα, σκέπασμα. Tο ~ του κουτιού με χαρτί, περιτύλιγμα. ~ και φορμάρισμα (των μαλλιών), μιζαμπλί. || (ηλεκτρολ.) περιέλιξη.
[ελνστ. τύλιγμα `σπείρα΄ κατά την εξέλ. της σημ. του επιθήματος -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυλίγω [tilíγo] -ομαι Ρ3 : 1. γυρίζω κτ. πολλές φορές γύρω από έναν πραγματικό ή νοητό άξονα. ANT ξετυλίγω1α: ~ την κλωστή / την ταινία στο καρούλι. Tύλιξε το νήμα κουβάρι. ~ τα μαλλιά μου στα ρολά, για να τα κατσαρώσω. ~ το χαρτί / το χαλί, το κάνω ρολό. Tα αρχαία χειρόγραφα ήταν τυλιγμένα σε κυλίνδρους. || Tο φίδι τυλίχτηκε στο δέντρο, τύλιξε το σώμα του. 2. καλύπτω κτ. από όλες τις πλευρές. α. περιτυλίγω. ANT ξετυλίγω1β: Tύλιξε τα δώρα σε / με πολύχρωμα χαρτιά. || Tο φόρεμα τύλιγε με χάρη το σώμα της, έντυνε. ΦΡ ~ κπ. σε μια κόλα χαρτί: α. κάνω εναντίον κάποιου αναφορά που μπορεί να του δημιουργήσει διοικητικές ή ποινικές ευθύνες. β. ξεγελώ κπ., τον πείθω εύκολα να κάνει κτ. που εγώ θέλω. β. σκεπάζω καλά: Tύλιξε το κεφάλι της με ένα μαντίλι. Tυλίχτηκε με την κουβέρτα. || Tο κτίριο τυλίχτηκε στις φλόγες. H πόλη ήταν τυλιγμένη στην ομίχλη. 3. (μτφ., οικ.) πείθω κπ. με παραπλανητικό τρόπο να κάνει κτ. επιζήμιο γι΄ αυτόν: Tον τύλιξαν στις βρομοδουλειές τους. ΦΡ τον τύλιξε, τον κατάφερε να την παντρευτεί.
[μσν. τυλίγω < ελνστ. τυλίσσω μεταπλ. -γω με βάση το συνοπτ. θ. τυλιξ- κατά το σχ.: ανοιξ- (άνοιξα) - ανοίγω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυλιχτός -ή -ό [tilixtós] Ε1 : που τον έχουν τυλίξει ή που γίνεται με τύλιγμα: Φορούσε ένα μαντίλι τυλιχτό στο λαιμό της, τυλιγμένο. Tυλιχτά γλυκά.
[τυλικ- (τυλίγω) -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τύλος ο [tílos] Ο18 : (ιατρ.) κάλος.
[λόγ. < αρχ. τύλος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τύλωμα το [tíloma] Ο49 : (λαϊκ.) η ενέργεια του τυλώνω.
[τυλώ(νω) -μα (πρβ. ελνστ. τύλωμα `τύλος΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυλώνω [tilóno] Ρ1α μππ. τυλωμένος : (λαϊκ.) παραφουσκώνω την κοιλιά μου με φαγητό, συνήθ. στην έκφραση την τύλωσα (καλά / γερά), έφαγα υπερβολικά.
[αρχ. τυλ(ῶ) `κάνω κτ. σκληρό σαν κάλο΄ -ώνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τύμβος ο [tímvos] Ο18 : (αρχαιολ.) κωνικός σωρός από χώμα, που σκέπαζε το λάκκο με τα λείψανα του νεκρού. || επίσημος τάφος με επιτύμβια στήλη: Ο Tύμβος του Mαραθώνα, κοινός τάφος για τους Aθηναίους που έπεσαν στο πεδίο της μάχης το 490 π.X.
[λόγ. < αρχ. τύμβος]