Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριάκοντα [triákonda] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : (λόγ.) τριάντα: Οι ~ τύραννοι στην αρχαία Aθήνα. (έκφρ.) τα ~ αργύρια*.
[λόγ. < αρχ. τριάκοντα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριακονταετής -ής -ές [triakondaetís] Ε10 : α. που διαρκεί τριάντα χρόνια: Ο ~ πόλεμος 1618-1648. β. (λόγ., για πρόσ.) που έχει ηλικία (περίπου) τριάντα ετών.
[λόγ. < αρχ. τριακονταέτης με μετακ. τόνου κατά τα διετής, τριετής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριακονταετία η [triakondaetía] Ο25 : χρονικό διάστημα τριάντα ετών: Συμπλήρωσε ~ και πήρε σύνταξη.
[λόγ. < ελνστ. τριακονταετία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριακονταπενταετία η [triakondapendaetía] Ο25 : χρονικό διάστημα τριανταπέντε ετών: Έκλεισε ~, συμπλήρωσε το χρόνο που χρειάζεται για να πάρει ένας δημόσιος υπάλληλος πλήρη σύνταξη.
[λόγ. < ελνστ. τριακονταπέντ(ε) `τριάντα πέντε΄ + -ετία]