Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρίβολος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρίβολος ο [trívolos] Ο20 πληθ. και τριβόλοι : 1. αγκαθωτό ζιζάνιο· τριβόλι: Περπατούσε μέσα σε αγκάθια και σουβλερούς τριβόλους. 2. (μτφ.) α. κατάσταση δύσκολη και δυσάρεστη: Bαδίζει μέσα σε τριβόλους και παγίδες. Έπρεπε να πολεμήσει μέσα του τους τριβόλους της αμφιβολίας. β. κακοποιά δύναμη: Ποιος διάολος και ποιος ~ σ΄ έβαλε να το κάνεις αυτό;

[1: αρχ. τρίβολος· 2: παρετυμ. τρι- κατά το διάβολος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες