Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τράχηλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τράχηλος ο [tráxilos] Ο19 : 1α. το τμήμα του σώματος που ενώνει το κεφά λι με τον κορμό· λαιμός. || (ειδικότ.) το πίσω μέρος του λαιμού· αυχένας· σβέρκος: «Tου Έλληνος ο ~ ζυγόν δεν υποφέρει», για να δηλώσουμε ότι ο Έλληνας δεν ανέχεται την καταπίεση, τη σκλαβιά, και ειρωνικά για να δηλώσουμε το πνεύμα υποταγής, τη δουλοπρέπεια που δείχνει σε ορισμένες περιπτώσεις. β. (ανατ.) το μπροστινό μέρος του λαιμού· τραχηλική χώρα. 2. (ανατ.) το κατώτερο τμήμα της μήτρας, που έχει σχήμα κυλινδρι κό.

[λόγ.: 1: αρχ. τράχηλος· 2: σημδ. γαλλ. col de la matrice & νλατ. trachel- (στη νέα σημ.) < αρχ. τράχηλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες