Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραχεία η [traxía] Ο25 : (ανατ.) σωλήνας με τοιχώματα που στηρίζονται σε χόνδρινους δακτυλίους, ο οποίος συνδέει το λάρυγγα με τους βρόγχους και από τον οποίο διέρχεται ο αέρας όταν αναπνέουμε· τραχεία αρτηρία. || (ως επίθ.): ~ αρτηρία.
[λόγ. < ελνστ. τραχεῖα ἀρτηρία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραχειακός -ή -ό [traxiakós] Ε1 : που ανήκει στην τραχεία ή που έχει σχέ ση με αυτή: ~ μυς.
[λόγ. τραχεί(α) -ακός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραχειίτιδα η [traxiítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή του βλεννογόνου της τραχείας: Οξεία / χρόνια ~.
[λόγ. τραχεί(α) -ίτις μτφρδ. γαλλ. trachéite (< ελνστ. τραχε(ῖα) -ite = -ίτις > -ίτιδα)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραχειοβρογχίτιδα η [traxiovronxítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή της τραχείας και των βρόγχων.
[λόγ. τραχεί(α) -ο- + βρογχ(ίτις) -ίτιδα μτφρδ. γαλλ. trachéo-bronchite (< traché(e) = τραχεί(α) -ο- + bronchite = βρογχίτις)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραχειοτομή η [traxiotomí] Ο29 & τραχειοτομία η [traxiotomía] Ο25 : διάνοιξη της τραχείας για να δημιουργηθεί τεχνητή δίοδος του αέρα, σε περίπτωση που κάποιο εμπόδιο έχει φράξει τις αναπνευστικές οδούς του αρρώστου.
[λόγ. τραχεί(α) -ο- + -τομή, -τομία μτφρδ. γαλλ. trachéotomie (< αρχ. τραχε(ῖα) -ο- + -tomie = -τομία)]