Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τοξεύς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τόξευση η [tóksefsi] Ο33 : η ενέργεια του τοξεύω, το ρίξιμο βέλους με τόξο.

[λόγ. < ελνστ. τόξευ(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες