Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τοίο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοιούτος ο [tiútos] Ο18 : (οικ.) παθητικός ομοφυλόφιλος· τέτοιος.

[λόγ. < αρχ. τοιοῦτος `τέτοιος΄ σημδ. του λαϊκού τέτοιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοιουτοτρόπως [tiutotrópos] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) με αυτό τον τρόπο.

[λόγ. < αρχ. τοιουτοτρόπως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες