Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τη
73 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τήβεννος η [tívenos] Ο36 : 1. μανδύας χωρίς ραφές, που άφηνε ακάλυπτο το δεξί χέρι και που τον φορούσαν οι Ρωμαίοι, κυρίως των ανώτερων κοινωνικών τάξεων. 2. μακρύ επίσημο ένδυμα, που μοιάζει με ράσο και που το φορούν, σε τελετές ή σε συνεδριάσεις, καθηγητές ανώτατων εκπαιδευ τικών ιδρυμάτων, ακαδημαϊκοί και ανώτατοι δικαστικοί.

[λόγ. < ελνστ. τήβεννος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τηγανητός -ή -ό [tiγanitós] Ε1 : για τροφή που την έχουν ψήσει στο τηγά νι, που την έχουν τηγανίσει: Ψάρι τηγανητό. Πατάτες τηγανητές.

[ελνστ. *τηγανητός (πρβ. ελνστ. τηγανητόν)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τηγάνι το [tiγáni] Ο44 : μεταλλικό μαγειρικό σκεύος, άβαθο και στρογγυλό, με μακρύ χέρι, κατάλληλο για να ψήνουν φαγητά σε λάδι ή σε βούτυρο: ~ εμαγιέ / από αλουμίνιο / με αντικολλητική επένδυση. Είναι μαύρος σαν ~, είναι κατάμαυρος. || (έκφρ.) κτ. είναι για ~, μπορεί ή πρέπει να τηγανιστεί: Tα μικρά ψάρια είναι μόνο για ~.

[μσν. τηγάνιν < ελνστ. τηγάνιον υποκορ. του αρχ. τήγανον, τάγηνον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τηγανιά η [tiγaná] Ο24 : α. ποσότητα φαγητού, όση χωράει σε ένα τηγάνι: Θα κάνω μια ~ πατάτες. Έφαγε δύο τηγανιές κεφτέδες. β. (μαγειρ.) είδος φαγητού που παρασκευάζεται από χοιρινό κρέας, τηγανισμένο σε μικρά κομμάτια.

[τηγάν(ι) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τηγανίζω [tiγanízo] -ομαι Ρ2.1 : ψήνω κτ. σε τηγάνι με λάδι ή με βούτυρο: ~ κεφτέδες / κολοκυθάκια. Tα ψάρια δεν είναι καλά τηγανισμένα, είναι ατηγάνιστα.

[ελνστ. τηγανίζω (αρχ. ταγηνίζω)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τηγάνισμα το [tiγánizma] Ο49 : η ενέργεια του τηγανίζω: Tα αυγά δε θέλουν άλλο ~. Ψάρια για ~.

[μσν. τηγάνισμα < τηγανισ- (τηγανίζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τηγανίτα η [tiγaníta] Ο25 : (μαγειρ.) γλυκό ή αλμυρό πρόχειρο φαγώσιμο από χυλό, που το ρίχνουν κουταλιά κουταλιά σε καυτό λάδι και το τηγανίζουν: Tηγανίτες με μέλι.

[αρχ. τηγανίτης (ενν. ἄρτος) μεταπλ. σε θηλ. κατά το πίτα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τηγανόλαδο το [tiγanólaδo] Ο41 : το λάδι που μένει από το τηγάνισμα.

[τηγάν(ι) -ο- + λάδ(ι) -ο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τήγμα το [tíγma] Ο48 : το προϊόν της τήξης.

[λόγ. < ελνστ. τῆγμα `βαφή΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τήκω [tíko] -ομαι Ρ3 (συνήθ. στον παθ. ενεστ., στο γ' πρόσ.) : (φυσ.) για στερεό σώμα που, όταν θερμαίνεται, γίνεται υγρό, λιώνει: Ο πάγος τήκεται στους 0Φ. Tα μέταλλα τήκονται σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες.

[λόγ. < αρχ. τήκω]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...8   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες