Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεσσαρακονταετής -ής -ές η [tesarakondaetís] Ε10 : (λόγ.) σαραντάχρονος. α. που έχει διάρκεια σαράντα ετών. β. (για πρόσ.) που έχει ηλικία (περίπου) σαράντα ετών.
[λόγ. < αρχ. τεσσαρακονταετής]