Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταρσός ο [tarsós] Ο17 : (ανατ.) 1. το πίσω μέρος του σκελετού του άκρου ποδιού, που αποτελείται από τρεις σειρές μικρών οστών: Στα οστά του ταρσού περιλαμβάνεται ο αστράγαλος και η φτέρνα. 2. εσωτερικός ινώδης ιστός του βλεφάρου.
[λόγ. < αρχ. ταρσός]