Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύνθετος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σύνθετος -η -ο [sínθetos] Ε5 : 1.που αποτελείται από δύο ή περισσότερα απλά στοιχεία τα οποία ενώνονται οργανικά μεταξύ τους. ANT απλόςI1α: Tο περιβάλλον είναι μία σύνθετη έννοια. Σύνθετη λέξη, που γίνεται από δύο άλλες λέξεις, πρωτότυπες ή παράγωγες, με την ένωση των θεμάτων τους. Σύνθετη πρόταση, που έχει περισσότερα από ένα υποκείμενα ή κατηγορούμενα. ~ συλλογισμός, που αποτελείται από πολλούς απλούς συλλογισμούς. ~ αριθμός, φυσικός αριθμός που έχει διαιρέτες. Σύνθετο κλάσμα, του οποίου ο αριθμητής ή ο παρονομαστής ή και οι δύο είναι κλάσμα τα. ~ τόκος, ανατοκισμός. ~ (αρχιτεκτονικός) ρυθμός, που περιέχει στοιχεία ιωνικά και κορινθιακά. Σύνθετα αγωνίσματα, ομάδα αγωνισμάτων, όχι υποχρεωτικά της ίδιας κατηγορίας, στα οποία αγωνίζεται ένας αθλητής, όπως π.χ. το αρχαίο πένταθλο και το σύγχρονο δέκαθλο. || πολύπλο κος: H ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας είναι ένα σύνθετο πρόβλημα. 2. (ως ουσ.) το σύνθετο: α. σύνθετη λέξη: Xαλαρά* σύνθετα. Παρατακτι κά / προσδιοριστικά / κτητικά / αντικειμενικά σύνθετα. Ο τονισμός των συνθέτων. β. (πληθ.) κατηγορία φυτών που ανήκουν στα συμπέταλα. γ. έπιπλο για πολλαπλές χρήσεις, που το τοποθετούν συνήθ. στο σαλόνι. δ. σύνθετο αγώνισμα.

[λόγ.: 1: αρχ. σύνθετος & σημδ. γαλλ. composé & αγγλ. compound· 2α: αρχ. σημ· 2β: σημδ. γαλλ. composées ή αγγλ. composites· 2δ: σημδ. γαλλ. combiné· 2γ: σημδ.(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες