Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύμφωνος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σύμφωνος -η -ο [símfonos] Ε5 : 1.που έχει την ίδια γνώμη, που έχει πάρει την ίδια απόφαση με κπ. άλλον: Είμαι ~ με τις προτάσεις σου / ότι πρέ πει να λυθεί οριστικά το πρόβλημα. ANT αντίθετος. Mείναμε σύμφωνοι να επαναληφθεί η συνεδρίαση. Δε με βρίσκουν σύμφωνη οι ενέργειές σου. || Ο κατηγορούμενος προφυλακίστηκε με σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα. 2. για κτ. που βρίσκεται σε αντιστοιχία, σε λογική ακολουθία ή σε συνέπεια με κτ. άλλο. ANT αντίθετος: Οι βίαιες αντιδράσεις δεν είναι σύμφωνες με τον ήπιο χαρακτήρα του. H φυλάκιση αντιφρονούντων δεν είναι σύμφωνη με τις αρχές του ΟHΕ. σύμφωνα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: ~ με το νόμο, απαγορεύεται να… ~ με το επίσημο πρόγραμμα, η τελετή θα γίνει το απόγευμα. Tα κόμματα εκπροσωπούνται ~ με τη δύναμή τους, ανάλογα. H κυβέρνηση, ~ με τις εξαγγελίες της, θα ενισχύσει τη γεωργία.

[λόγ. < αρχ. σύμφωνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες