Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύμφορος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σύμφορος -η -ο [símforos] Ε5 : (λόγ.) που συμφέρει· συμφέρων, συμφερτικός. ANT ασύμφορος: H λύση που προτείνεις δεν είναι σύμφορη. || Δεν είναι σύμφορο να…, δε συμφέρει / δεν είναι συμφέρον να…

[λόγ. < αρχ. σύμφορος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες