Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύμπλεγμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σύμπλεγμα το [símbleγma] Ο49 : I.σύνολο από στενά συνδεδεμένα ή και αλληλοεξαρτώμενα στοιχεία: Tα αγκαλιασμένα σώματά τους σχημάτιζαν ένα ~. ~ παραγόντων. ~ νησιών, ομάδα γειτονικών νησιών. 1. γλυπτική ή ζωγραφική παράσταση προσώπων ή και ζώων που τα σώματά τους συμπλέκονται μεταξύ τους· (πρβ. σύνταγμα): Tο ~ του Λαοκόωντα / των τριών Xαρίτων. 2. παράσταση κεφαλαίων γραμμάτων, τοποθετημένων το ένα μέσα στο άλλο, που σχηματίζουν μονόγραμμα. 3. (γραμμ.) ακολουθία δύο ή περισσότερων φθόγγων που αρθρώνονται ταυτόχρονα ή σχεδόν ταυτόχρονα: ~ συμφώνων, συνδυασμός δύο ή περισσότερων διαδοχικών συμφώνων μέσα στην ίδια συλλαβή. ~ φωνηέντων, συνδυασμός δύο ή περισσότερων φωνηέντων που δεν αποτελούν δίφθογγο. II. (ψυχαν.) σύνολο επιθυμιών, συναισθημάτων και βιωμάτων της παιδικής ηλικίας, συνήθ. τραυματικών, που παραμένοντας απωθημένα στο υποσυνείδητο επηρεάζουν αρνητικά τη συμπεριφορά του ατόμου: Οιδιπόδειο* ~ ή ~ του Οιδίποδα. ~ κατωτερότητας, κόμπλεξ. Άνθρωπος γεμάτος συμπλέγματα, κομπλεξικός.

[λόγ.: I: ελνστ. σύμπλεγμα (στη σημ. 1) & σημδ. αγγλ. cluster (στη σημ. 3)· II: σημδ. γερμ. Komplex]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμπλεγματικός -ή -ό [simbleγmatikós] Ε1 : για πρόσωπο που κατέχεται από ψυχολογικά συμπλέγματα ή για εκδηλώσεις του που είναι αποτέλεσμα συμπλεγμάτων· κομπλεξικός.

[λόγ. συμπλεγματ- (σύμπλεγμα) -ικός μτφρδ. γαλλ. complexé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες