Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σωματώδης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωματώδης -ης -ες [somatóδis] Ε11 : για κπ. που είναι ψηλός αλλά και παχύς.

[λόγ. < αρχ. σωματώδης `σωματικός΄ σημδ. γαλλ. corpulent]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες