Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σωλήν
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωληνάριο το [solinário] Ο42 : 1.μικρός, συνήθ. γυάλινος σωλήνας, κλειστός στο ένα άκρο, που χρησιμοποιείται ως θήκη κυρίως για ταμπλέτες, χάπια κτλ. 2. μικρή σωληνοειδής θήκη από εύκαμπτο υλικό για παχύρρευστες ουσίες, όπως π.χ. για αλοιφές, κρέμες κτλ., οι οποίες βγαίνουν στην επιθυμητή ποσότητα όταν πιεστεί κατάλληλα η θήκη: ~ με οδοντόκρεμα.

[λόγ. < ελνστ. σωληνάριον `μικρός σωλήνας΄ υποκορ. του αρχ. σωλήν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωλήνας ο [solínas] Ο2 & σωλήνα η [solína] Ο25 : I1.κυλινδρικός, κοίλος και επιμήκης αγωγός, με σχετικά λεπτά τοιχώματα σε σχέση με τη διάμετρό του, που χρησιμοποιείται κυρίως για τη διοχέτευση υγρών και αερίων: Mεταλλικός / κεραμικός / λαστιχένιος / πλαστικός ~. Σωλήνες ύδρευσης / αποχέτευσης. ~ με / χωρίς ραφή, συγκόλληση. Δοκιμαστικός* ~. Παιδί του (δοκιμαστικού*) σωλήνα. Kαθοδικός* ~. Tριχοειδής* ~. Ποτίζω με το σωλήνα, με το λάστιχο. 2. για κτ. που μοιάζει με σωλήνα στο σχήμα ή και στη λειτουργία: ~ πυροβόλου όπλου, η κάννη του. Παντελό νι ~, πολύ εφαρμοστό στα πόδια. Ποτήρι ~, ψηλό. Στενός σαν ~. || (ανατ.) φυσιολογικός πόρος ή αγωγός: Πεπτικός / γεννητικός / αναπνευστικός ~. II. (ζωολ.) οστρακόδερμο με σωληνοειδές σώμα. σωληνάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I1.

[I: μσν. *σωλήνας < αρχ. σωλήν, αιτ. -ῆνα· ΙΙ: μσν. σημ.· μσν. σωλήνα (μαρτυρείται στη σημ. για το οστρακόδερμο) μεταπλ. του σωλήνας σε θηλ. με βάση την αιτ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωληνοειδής -ής -ές [solinoiδís] Ε10 : που έχει το σχήμα σωλήνα: ~ κοιλότητα. || (ως ουσ., ηλεκτρολ.) το σωληνοειδές, είδος πηνίου που έχει κυλινδρικό σχήμα.

[λόγ. < αρχ. σωληνοειδής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωληνοκάβουρας ο [solinokávuras] Ο5 : (τεχν.) κλειδί με ρυθμιζόμενο άνοιγμα, που χρησιμοποιείται για το βίδωμα ή το ξεβίδωμα σωλήνων ή άλλων κυλινδρικών κομματιών με σπείρωμα.

[σωλήν(ας) -ο- + κάβουρας]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωληνοκόφτης ο [solinokóftis] Ο10 : (τεχν.) εργαλείο με το οποίο κόβουν τους σωλήνες.

[σωλήν(ας) -ο- + κόφτης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωληνουργία η [solinurjía] Ο25 : βιομηχανία κατασκευής σωλήνων.

[λόγ. σωλήν(ας) + -ουργία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωληνώνω [solinóno] -ομαι Ρ1 : τοποθετώ σύστημα σωλήνων.

[λόγ. σωλην- (δες σωλήνας) > -ώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωλήνωση η [solínosi] Ο33 : 1.η ενέργεια του σωληνώνω, η τοποθέτηση σωλήνων. 2. (πληθ.) το σύνολο των σωλήνων που συνδέονται μεταξύ τους: Οι σωληνώσεις του νερού / του καλοριφέρ.

[λόγ. σωληνω- (δες σωληνώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. tubulure]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωληνωτός -ή -ό [solinotós] Ε1 : 1.που είναι εφοδιασμένος με σωλήνες ή που αποτελείται κυρίως από σωλήνες, σε κατάλληλη διάταξη: ~ λέβητας. 2. που μοιάζει με σωλήνα· σωληνοειδής: Διάνοιξη σωληνωτού φρέατος.

[λόγ. σωληνω- (δες σωληνώνω) -τός (πρβ. μσν. σωληνωτός για είδος ρούχων)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες