Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σχας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχάση η [sxási] Ο31 : τομή, διάσπαση, κυρίως ως όρος της πυρηνικής φυσικής: ~ του πυρήνα του ατόμου, διάσπαση σε δύο μέρη που έχουν περίπου ίση μάζα.

[λόγ. < ελνστ. σχά(σις) -ση `σκίσιμο΄ σημδ. αγγλ. fission]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες